- κύτος
- το (Α κύτος)1. καθετί που χωράει κάτι, κοιλότητα, κοίλωμα, βαθούλωμα («τί δαὶ δεκάμνῳ τῷδε θώρακος κύτει», Αριστοφ.)2. το κοίλο μέρος τού πλοίου μεταξύ εσωτροπίου και καταστρώματος, το αμπάρι (α. «οι αντλίες έβγαλαν τα νερά που είχαν εισδύσει στο κύτος» β. «κατὰ μέσον τὸ κύτος ὑπὸ τὸν θρανίτην σκαλμὸν ἐδέθη», Πολ.)3. ονομασία κοιλοτήτων τού σώματος που περικλείονται από οστά (α. «το κύτος τού θώρακα» β. «τὸ ὄπισθεν κύτος» — το ινίογ. «τὸ ἀπ' αὐχένος μέχρι αἰδοίων κύτος», Αριστοτ.)αρχ.1. αγγείο, υδρία («σμικρὸς προσήκεις ὄγκος ἐν σμικρῷ κύτει», Σοφ.)2. καθετί που περιέχει ή καλύπτει κάτι («τὸ τῆς κεφαλῆς κύτος», Πλάτ.)3. το σώμα («ἀνδρείῳ κύτει βούπρῳρος», Σοφ.)4. φρ. α) «κύτος ἀστέριον» — ο έναστρος ουρανόςβ) «τὸ κύτος τῆς πόλεως» — όλη η πόληγ) «τὸ τῆς ψυχῆς κύτος» — το σώμα (Πλάτ.)δ) «πλεκτὸν κύτος» — καλάθι.[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. εμφανίζει τη μηδενισμένη βαθμίδα (s)qu-t-, παρεκτεταμένη (με οδοντικό -t-), μορφή τής ΙΕ ρίζας *(s)qeu- «σκεπάζω, καλύπτω», συνδέεται δε με τα λατ. cutis δέρμα, αρχ. άνω γερμ. hūt «δέρμα» και με το σκῦτος. Η ύπαρξη τού παράγωγου επιρρήματος ἐγκυτί «μέχρι το δέρμα» οδηγεί στην υπόθεση ότι η αρχική σημ. τής λ. κύτος θα ήταν «περικάλυμμα, δέρμα»].
Dictionary of Greek. 2013.